- μονόκλ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), φακός που τοποθετείται μόνο στο ένα μάτι, το μονύελο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονόκλ — το (άκλιτο) στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται στο ένα μάτι χωρίς υποστήριγμα, αλλ. μονύελος και μονύελο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. (υβρίδιο) < γαλλ. monocle < μον(ο) * + λατ. oculus «οφθαλμός»] … Dictionary of Greek
μονύελος — ο, και μονύελο, το το μονόκλ, στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται χωρίς κανένα στήριγμα στο ένα μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. monocle (βλ. μονόκλ.). Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
Μαλακάσης, Μιλτιάδης — (Μεσολόγγι 1869 – Αθήνα 1943). Ποιητής. Η οικογένειά του είχε λάβει ενεργό δράση στην Επανάσταση του 1821. Ο ίδιος έζησε τη μετεπαναστατική ατμόσφαιρα του Μεσολογγίου, την οποία αξιοποίησε αργότερα με έξοχο τρόπο σε μερικά ποιήματά του. Πολύ νέος … Dictionary of Greek
μονύελο — το στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται στο ένα μάτι, το μονόκλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)